- ασυνόδευτος
- η , ο [ος , ον ]1) никем не сопровождаемый, без провожатого, без конвоя; 2) без аккомпанемента
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασυνόδευτος — η, ο (Μ ἀσυνόδευτος, ον) αυτός που δεν συνοδεύεται από κάποιον άλλο νεοελλ. 1. (για τους νεκρούς) αυτός που ενταφιάζεται χωρίς τη συνοδεία συγγενών και φίλων 2. φρ. «δέμα ασυνόδευτο» αυτό που αποστέλλεται με επιβατηγό μέσο χωρίς να το συνοδεύει… … Dictionary of Greek
ασυνόδευτος — η, ο ο χωρίς συνοδό, ασυντρόφευτος: Στην εποχή μας τα κορίτσια γυρίζουν ασυνόδευτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… … Dictionary of Greek